υπέρυθρος

υπέρυθρος
-η, -ο / ὑπέρυθρος, -ον, ΝΜΑ
ερυθρωπός, κοκκινωπός
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το υπέρυθρο
φυσ. η περιοχή τού φάσματος τής υπέρυθρης ακτινοβολίας
2. φρ. α) «υπέρυθρη ακτινοβολία» ή «υπέρυθρες ακτίνες»
φυσ. φωτεινή ακτινοβολία τής οποίας τα μήκη κύματος είναι μεγαλύτερα τών ορατών ακτινοβολιών και μικρότερα τών μικροκυμάτων, δηλαδή η θέση της στο ηλεκτρομαγνητικό φάσμα βρίσκεται πριν από το ερυθρό
β) «υπέρυθρη αστρονομία»
αστρον. κλάδος τής αστρονομίας που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών ουράνιων σωμάτων μέσω τών υπέρυθρων ακτίνων τις οποίες αυτά εκπέμπουν
γ) «υπέρυθρες αστρονομικές πηγές»
αστρον. χαρακτηρισμός οποιουδήποτε ουράνιου σώματος το οποίο ακτινοβολεί μετρήσιμες ποσότητες ενέργειας στην υπέρυθρη περιοχή τού ηλεκτρομαγνητικού φάσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἐρυθρός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑπέρυθρος — reddish masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπέρυθρος — η, ο 1. κοκκινωπός. 2. «υπέρυθρες ακτινοβολίες», αόρατες ακτινοβολίες με μήκος κύματος μεγαλύτερο από αυτό της ερυθράς ακτινοβολίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπέρυθρον — ὑπέρυθρος reddish masc/fem acc sg ὑπέρυθρος reddish neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερύθρου — ὑπέρυθρος reddish masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερύθρους — ὑπέρυθρος reddish masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερύθρων — ὑπέρυθρος reddish masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερύθρῳ — ὑπέρυθρος reddish masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρυθρα — ὑπέρυθρος reddish neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρυθροι — ὑπέρυθρος reddish masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PALAESTRICI Juvenes — olim tondebantur, uti discimus ex Tertulliano de Pallio c. 4. ubi de suis Carthaginiensibus: Unde apud aliquos Numidas, etiam equis caesariatos, iuxta cutem tonsor et cultri vertex solus immunis? In quibus verbis tonsor, pro tonsura, ut apud… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”